δέψη

δέψη
Επεξεργασία που ακολουθείται στη βαφική με σκοπό την προετοιμασία των ινών για να δεχτούν το χρώμα. Το στάδιο αυτό είναι πρακτικά απαραίτητο, γιατί πολλές ίνες, ειδικά το βαμβάκι και γενικά οι φυτικές ίνες, που αποτελούνται κυρίως από κυτταρίνη, απωθούν ορισμένες χρωστικές ουσίες. Στη δ. γίνεται η επεξεργασία των ινών με ουσίες (δεψικές) κατάλληλες να στερεώσουν όξινες ή βασικές ομάδες πάνω στην ίνα, οι οποίες μπορούν να ενωθούν με τις χρωστικές ουσίες. Οι κοινές δεψικές ύλες μπορεί να είναι είτε οργανικές (γαλακτώματα κικινελαίου, σουλφοκικινελαϊκό, τανίνες) είτε ανόργανες. Από τις ανόργανες, αξιοσημείωτες είναι τα άλατα αλουμινίου (οξικό, στυπτηρία, θειικό άλας), χρωμίου (οξικό, στυπτηρία, θειικό, χρωμικά και διχρωμικά), σιδήρου (οξικός, νιτρικός, θειικός), κασσιτέρου (χλωριούχα, κασσιτερώδες νάτριο), χαλκού (θειικός), μολύβδου (οξικός, νιτρικός) και αντιμονίου (τρυγικό κάλιο, αντιμονύλιο). Δ. ονομάζεται επίσης και η μέθοδος που χρησιμοποιείται στη φωτογραφική τεχνική και στην έγχρωμη κινηματογραφία, με την οποία η ζελατίνη των ταινιών υφίσταται επεξεργασία (με τη βοήθεια ειδικών χημικών ουσιών) ώστε να απορροφά σταθερά τις χρωστικές ουσίες.
* * *
και δέψις, η
η κατεργασία τού ακατέργαστου δέρματος τών Θηλαστικών με σκοπό τη διατήρηση τής ευκαμψίας του σε ξηρή κατάσταση κι ακόμη το αποτέλεσμα αυτής τής κατεργασίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δέψη — η η επεξεργασία, το άργασμα του δέρματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρώσμωση — Ηλεκτροκινητικό φαινόμενο κατά το οποίο συντελείται η δίοδος ρευστού από πορώδη διαφράγματα με την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου. Το φαινόμενο της η. παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1808 και είναι ανάλογου χαρακτήρα προς το φαινόμενο της… …   Dictionary of Greek

  • ρηοδεψικός — ή, ό, Ν αυτός που παράγεται από τα οξέα τού φυτού ρήο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρήο + δεψικός (< δέψη)] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροδεψία — η, Ν δέψη, κατεργασία δερμάτων με σιδηροσάπωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + δεψία (< δέψης), πρβλ. βυρσο δεψία] …   Dictionary of Greek

  • δεψικές ύλες — Σώματα που υπάρχουν σε μέρη διαφόρων φυτών ή εκχυλίσματα που χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία για τη δέψη δερμάτων. Συνήθως είναι άμορφα σώματα, με στυφή γεύση, διαλύονται εύκολα στο νερό, καθιζάνουν από τα διαλύματά τους με άλατα μολύβδου,… …   Dictionary of Greek

  • δεψικός — ή, ό αυτός που είναι κατάλληλος για τη δέψη, την κατεργασία δερμάτων: Τα δεψικά υλικά είναι ακριβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”