- δέψη
- Επεξεργασία που ακολουθείται στη βαφική με σκοπό την προετοιμασία των ινών για να δεχτούν το χρώμα. Το στάδιο αυτό είναι πρακτικά απαραίτητο, γιατί πολλές ίνες, ειδικά το βαμβάκι και γενικά οι φυτικές ίνες, που αποτελούνται κυρίως από κυτταρίνη, απωθούν ορισμένες χρωστικές ουσίες. Στη δ. γίνεται η επεξεργασία των ινών με ουσίες (δεψικές) κατάλληλες να στερεώσουν όξινες ή βασικές ομάδες πάνω στην ίνα, οι οποίες μπορούν να ενωθούν με τις χρωστικές ουσίες. Οι κοινές δεψικές ύλες μπορεί να είναι είτε οργανικές (γαλακτώματα κικινελαίου, σουλφοκικινελαϊκό, τανίνες) είτε ανόργανες. Από τις ανόργανες, αξιοσημείωτες είναι τα άλατα αλουμινίου (οξικό, στυπτηρία, θειικό άλας), χρωμίου (οξικό, στυπτηρία, θειικό, χρωμικά και διχρωμικά), σιδήρου (οξικός, νιτρικός, θειικός), κασσιτέρου (χλωριούχα, κασσιτερώδες νάτριο), χαλκού (θειικός), μολύβδου (οξικός, νιτρικός) και αντιμονίου (τρυγικό κάλιο, αντιμονύλιο).
Δ. ονομάζεται επίσης και η μέθοδος που χρησιμοποιείται στη φωτογραφική τεχνική και στην έγχρωμη κινηματογραφία, με την οποία η ζελατίνη των ταινιών υφίσταται επεξεργασία (με τη βοήθεια ειδικών χημικών ουσιών) ώστε να απορροφά σταθερά τις χρωστικές ουσίες.
* * *και δέψις, ηη κατεργασία τού ακατέργαστου δέρματος τών Θηλαστικών με σκοπό τη διατήρηση τής ευκαμψίας του σε ξηρή κατάσταση κι ακόμη το αποτέλεσμα αυτής τής κατεργασίας.
Dictionary of Greek. 2013.